Ο Διονύσης Μανιάτης, «χαμηλοσυνταξιούχος του ΙΚΑ» όπως ο ίδιος υπογράφει, έρχεται μετά τους «Φωνογραφητζήδες» να μας παραδώσει ένα πλήρες έργο, αποτέλεσμα της διαρκούς ενασχόλησης και έρευνάς του γύρω από τη δισκογραφία του ελληνικού τραγουδιού. Μια δουλειά που ξεκίνησε κάπου στα 1980 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Πρόκειται για τη συλλογή στοιχείων για ολόκληρη την ελληνική δισκογραφική παραγωγή στις 78 στροφές από το 1896 μέχρι το 1961, όταν και σταμάτησε ουσιαστικά η παραγωγή των 78ρηδων. Αφορά την παραγωγή όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Αγγλία, την Αίγυπτο, την Αμερική, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Τουρκία.
Για να συγκεντρώσει αυτά τα στοιχεία ο συγγραφέας συνεργάστηκε με το μεγαλύτερο μέρος των απανταχού συλλεκτών δίσκων, τους οποίους ευχαριστεί ονομαστικά στον πρόλογό του. Καταγράφηκαν τα στοιχεία για 24.000 τραγούδια που γέμισαν κάτι λιγότερο από 500 πυκνογραμμένες σελίδες. Ανάμεσά τους, όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας, «…υπάρχουν 209 αριθμοί δίσκων ασυμπλήρωτοι, δηλαδή 418 τραγούδια και τούτο οφείλεται στην άρνηση για παροχή στοιχείων από την Ελληνική Ραδιοφωνία, την ΑΕΠΙ, την ΕΜΙ και ορισμένα φυσικά πρόσωπα που τα στοιχεία που έχουν στην κατοχή τους θα τα χρησιμοποιήσουν μετά το θάνατό τους!». Ο τρόπος παρουσίασης των στοιχείων έχει φυσικά τη μορφή καταλόγου. Χωρίζεται αλφαβητικά ανά εταιρία και κατόπιν με σειρά αριθμού δίσκου. Σύμφωνα πάντα με το συγγραφέα μεταφέρονται πιστά τα στοιχεία που αναγράφονται στις ετικέτες των δίσκων. Έτσι το κάθε λήμμα έχει τη σειρά: Αριθμός δίσκου, αριθμός μήτρας (σε όσα βρέθηκε), τίτλος τραγουδιού, ερμηνευτές-δημιουργοί. Εκτός αυτών ο συγγραφέας αναφέρει τη χρονιά έκδοσης (κάνοντας τις απαραίτητες συγκρίσεις, καθώς η εν λόγω ημερομηνία δεν αναφέρεται στις ετικέτες των δίσκων), το είδος του τραγουδιού (π.χ. Οπερέτα, Ρεμπέτικο, Δημοτικό, Ελαφρό κλπ.) και το ρυθμό του τραγουδιού (π.χ. Ζεϊμπέκικος, Συρτός, Βαλς κλπ.).
Συμπεράσματα
Βλέποντας τα τραγούδια σε μια χρονολογημένη σειρά ξεχωρίζει ακόμη πιο πολύ η επιρροή διάφορων καταστάσεων ή γεγονότων πάνω τους. Π.χ. η αλλαγή «πλεύσης» των δημιουργών μετά το 1937 και την καθιέρωση της Επιτροπής Λογοκρισίας ή μετά την Κατοχή στην επανέναρξη της λειτουργίας των δισκογραφικών εταιριών το 1946 ή μετά το 1954 και την απομάκρυνση από τη δισκογραφία δημιουργών όπως ο Μάρκος και ο Χατζηχρήστος. Όλα αυτά είναι μια σημαντική απόδειξη της γνησιότητας του τότε λαϊκού μας τραγουδιού, της σύνδεσής του με την καθημερινότητα, με τα προβλήματα και τις χαρές του λαού μας. Μέσα από το πλήθος των στοιχείων που παρατίθενται στις σελίδες του βιβλίου αναδεικνύονται αρκετοί αφανείς «εργάτες» της μουσικής μας παράδοσης. Επίσης δίνεται μια άλλη διάσταση στην προσφορά κάποιων άλλων, ήδη γνωστών, όταν για παράδειγμα ανακαλύψει κανείς ότι έχουν ηχογραφηθεί μερικές εκατοντάδες(!) τραγούδια με ερμηνευτή τον Αντώνη Νταλγκά ή το Δημήτρη Αραπάκη. Βγαίνουν άλλα συμπεράσματα όταν δει κανείς πόσα και κυρίως ποια τραγούδια ερμηνεύει ο Μάρκος εκτός από τα δικά του. Δημιουργείται μια πιο συγκροτημένη εικόνα για το ρεμπέτικο τραγούδι όταν δούμε τις συνεργασίες των συντελεστών του. Και ένα σωρό άλλα παραδείγματα.
Επίσης μέσα από τα στοιχεία των τραγουδιών συχνά λύνονται αρκετές παρεξηγήσεις και αποκαθίσταται η αλήθεια. Για παράδειγμα, παλιότερα είχε υποστηριχτεί (κύρια από τον Πετρόπουλο) ότι το «Κουτσαβάκι» δεν είναι τραγούδι του Ανέστη Δελιά αλλά παραδοσιακό τραγούδι, καθώς το είχε τραγουδήσει σε δίσκο στην Αμερική ο κατά πολύ αρχαιότερος Γιώργος Κατσαρός. Έλα όμως που αποδεικνύεται ότι πρόκειται για μεταπολεμική ηχογράφηση του Κατσαρού κι ότι ο Δελιάς προηγείται πάνω από μια δεκαετία! Ο εν λόγω ισχυρισμός βέβαια έχει καταρριφθεί παλαιότερα από ερευνητές του ρεμπέτικου, όμως σήμερα διευκρινίζεται «αυτόματα» μπρος στα μάτια μας. Από την άλλη μεριά, αντίστροφα, θα βρούμε τραγούδια γνωστών δημιουργών να έχουν ηχογραφηθεί νωρίτερα ως παραδοσιακά από Έλληνες καλλιτέχνες του εξωτερικού. Π.χ. η μουσική του «Μέσ’ στον τεκέ της Μαριγώς» που υπογράφεται από το Σπύρο Περιστέρη, είχε ηχογραφηθεί νωρίτερα στην Αμερική ως σόλο από το Χαλικιά). Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο χρησιμότατο, όχι μόνο γι’ αυτούς που έχουν άμεση σχέση (μουσικούς, συλλέκτες, παραγωγούς), αλλά για οποιονδήποτε θέλει να μελετήσει πιο σοβαρά τη μουσική μας παράδοση.
Η «Εκ περάτων δισκογραφία γραμμοφώνου» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το απόλυτο βοήθημα, αν δεν υπήρχε ένα ...μικρό κώλυμα: Το βιβλίο δεν κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία! Πρόκειται για έκδοση που έγινε υπό τη χορηγία του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών (όχι βέβαια με υπουργική πρωτοβουλία, αλλά μετά από πίεση του συγγραφέα), το οποίο είναι και συνιδιοκτήτης των πνευματικών δικαιωμάτων. Προορισμός του είναι τα ράφια δημόσιων, δημοτικών και πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών. Το αν και πότε θα φτάσει σε αυτές είναι ένα ζήτημα. Για περισσότερες πληροφορίες οι ενδιαφερόμενοι καλό θα ήταν να αποταθούν στον ίδιο το συγγραφέα.